ἀποξυλιˬανίσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξυλιˬανίσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξυλιˬανίσκω ἀμάρτ. ’ποξυλιˬανίσκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποξυλιˬαίνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίσκω.
Σημασιολογία
Γίνομαι ξηρὸς ὡς ξύλον, ἀποξηραίνομαι. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποξυλιˬάζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA