ἀποξυλιˬασούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξυλιˬασούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποξυλιˬασούρα ἡ, ἀμάρτ. ᾿ποξυλιˬασούρα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀποξύλιˬασι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρα.
Σημασιολογία
Νόσος τῶν ζῴων ἐκ τῆς ὁποίας ταῦτα πάσχουν ἀκαμψίαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA