ἀποξυλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξυλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξυλώνω Ἀθῆν. Αἴγιν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Ἰων. (Ἐρυθρ. Κρήν.) Κέα Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) Ρόδ. κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. ἀπουξ’λώνου Θρᾴκ. (Αἰν.) ἀποξουλώνω Πόντ. (Σάντ.) ᾿ποξυλώνω Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Σέριφ. ᾿ποξυλών-νω Κύπρ. Μέσ. ἀποξυλώνομαι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰκαρ. Λευκ. Χίος ἀποξυλώνουμαι Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ.) ἀπουξ’λώνουμι Λεσβ. Κυδων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποξυλῶ.
Σημασιολογία
1) Καθίσταμαι οἱονεὶ ξύλον, ἀποβάλλω τὴν εὐκαμψίαν μου ὑπὸ τοῦ ψύχους ᾿Αθῆν. Αἴγιν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Κρήν.) Κέα Κύθν. Κύπρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) Σέριφ. - Λεξ. Αἰν.: Ἔξου κρύος τάρταρος, ἐπεξύλωσα Κερασ. || Παροιμ. Τ᾿ ἁινικολοβάρβαρα οἱ τοῖχοι ᾿δρώνουν, μὰ τὰ Φωτοκάλαdρα ἀποξυλώνουν (ἀρχομένου τοῦ Δεκεμβρίου τοσοῦτος καύσων δύναται νὰ εἶναι, ὥστε καὶ οἱ τοῖχοι νὰ ἱδρώνουν, ἀλλὰ κατὰ τὰ δωδεκάημερα τὸ ψῦχος εἶναι τόσον δριμύ, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ τοῖχοι οἱονεὶ παγώνουν) Θήρ. Τριγύρου τὰ Χριστούγεννα οἱ τοῖχοι ’ποξυλώνουν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σέριφ. Ἁμαρτωλὸς ἤφαενε κ᾿ἤργωσενε κιˬ ὁ δίκαι͜ος ἀποξύλωσενε (ὁ πονηρὸς σφετεριζόμενός τι τιμωρεῖται ὀλιγώτερον τοῦ δικαίου) ᾽Απύρανθ. Συνών. κοκκαλιˬάζω, κοκκαλώνω, ξυλιˬάζω. β) Μένω κατάπληκτος, ἐμβρόντητος ἕνεκα ἀκούσματος ἢ θεάματος ἀπροσδοκήτου Αἴγιν. Ἰκαρ. Ἰων. (’Ερυθρ. Κρήν.) Κεφαλλ. Χίος κ.ἀ.: Ἔμεινε ξερὸς κιˬ ἀποξυλωμένος Κεφαλλ. || ᾎσμ. Παππᾶς τὴν ἔδε κ᾿ ἤστεκε, διˬάκως κ᾿ ἠποξυλώθη ’Ερυθρ. Συνών. ἀπομένω 2β, μένω. γ) Μένω εἰς ἔκστασιν, ἀφαιροῦμαι Λέσβ.: Οὕλα εὔτα τσ᾽ ἡ βου’τὸς ποῦ ’βγινι ᾿ποίκαν τοὺ Φιλιξὸ τσ’ ἀπουξ’λώθ’τσι. Μετοχ. ἀποξυλωμένος = κεχηνώς, νωθρός, ἀδρανὴς Πόντ. (Κερασ.) δ) Λιποθυμῶ Πόντ. (Ὄφ.) 2) ’Αποθνήσκω, ἐπὶ ὅρκου ἢ ἀρᾶς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Θήρ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Κυδων. Λευκ. Πελοπν. (Αἴγ.) Ροδ.: Νὰ ξεραθῶ καὶ ν᾿ ἀποξυλωθῶ! Θήρ. Νὰ ξεραθῇς καὶ νὰ ἀποξυλωθῇς! (ὡς ἀπάντησις εἰς τὸν λέγοντα δὲν ξέρω) ’Αργυρᾶδ. Κεφαλλ. Λευκ. Ξερὸς κιˬ ἀποξυλωμένος! (ἐνν. νὰ μείνῃ) Ρόδ. β) Κατὰ δείνωσιν ἀντὶ τοῦ κοιμῶμαι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): ’Ποξύλωσε ἐπὶ τέλους. Ἄιντε δὰ ᾿ποξύλω. Συνών. ψοφολογῶ. 3) Παραμένω πέρα τοῦ δέοντος εἴς τινα τόπον, οἷον εἰς ἐπίσκεψιν Πόντ. (Ὄφ.): ᾽Επεξύλωσε, ἄλλο οὐ σ’κοῦται. 4) Γίνομαι πλούσιος, πλουτῶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) Μετοχ. ἀποξυλωμένος = εὔπορος, πλούσιος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἄρχοντας ἀποξυλωμένος (λέγεται μετά τινος ὀνειδισμοῦ) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA