ἀποσκολε͜ιῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκολε͜ιῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσκολε͜ιῶ Κύπρ. ᾿ποσκολε͜ιῶ Κύπρ. Μέσ’ ἀποσκολίζουμαι Πελοπν. (Τρίκκ.) ’ποσκολίζουμαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν ἀπασχολῶ.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ ἀπασχοληθῇ εἴς τι, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν βρεφῶν Κύπρ. : Ἄ δέ την, νὰ μὲν μοῦ ᾽ποσκολε͜ιῇ τὸ μωρόν! (δηλ. ἀρνεῖται νὰ ἀπασχολήσῃ τὸ βρέφος). Τότες ἐσοὺ ᾽ποσκόλησ᾽ τους τιˬ ἀπ-πήησε μέσ᾽ ’ς τὴν μέσην τοῦ περ᾽βολκοῦ, ἅρπαξε τὴν πατ-τίχαν τ’ ἔλα κοντά μας πάλε (πατ-τίχα=καρπούζι. ᾿Εκ παραμυθ.) Καὶ μέσ. ἀπασχολοῦμαι εἴς τι, οἱονεὶ παίζων ἢ χρονοτριβῶν Κύπρ.: Οὕλη μέραν ᾿ποσκολε͜ιέται’ς τὰ μασκαραλίκιˬα. Γιˬατί ἄρgησες νά ᾽ρτῃς -᾿΄Εκπιˬασέν με᾿ς τὸ λάφιν τ’ ἐποσκολίστηκα (λάφιν₌ὁμιλία, φλυαρία). ’Ποσκολίστηκα ταὶ ξάρκησεν ἡ δουλε͜ιά μου (ξάρκησεν₌ἄργησε, ἔμεινε πίσω). ᾽Εποσκολήθην ᾿ς τό παιγνίδιν τιˬ ἀλησμόνησεν τό φαεῖν. ’Ποσκολε͜ιέται ’ς τὴν δουλε͜ιάν. 2) Μέσ παύω ἀσχολούμενος, σχολάζω, ἀναπαύομαι Πελοπν. (Τρίκκ.): Ἐμεῖς οἱ χωριˬᾶτες ποτὲ δὲν ἀποσκολιζόμαστε. Συνών. ἀποσκολάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/