ἀποπάζαρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπάζαρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποπάζαρα ἐπιρρ. ἐνιαχ. ἀπουπάζαρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. παζάρι.

Σημασιολογία

Μετὰ τὴν ἐμπορικὴν πανήγυριν ἐνιαχ.: Θὰ σὲ πληρώσω ἀποπάζαρα ἐνιαχ. Νά ᾿πιˬανι νιˬὰ βρουχούλλα ἀπουπάζαρα νὰ ξιπλύ’ τοὺν τόπου! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀποπανήγυρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/