ἀποπαιδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαιδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαιδιˬάζω ἀμάρτ. 'ποπαιδιˬάζω Ρόδ. ᾽ποπαιδgιˬάζω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.
Σημασιολογία
Παύω νὰ γεννῶ. Συνών. ἀποπαιδίζω (Ι), ἀποπαιδιˬώνω, ἀποπαιδώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA