ἀπόπαιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόπαιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόπαιδο τό, σύνηθ. ἀπόπιδου βόρ. ἰδιώμ. ἀπόπαιον Κάρπ. ἀποπαίδι πολλαχ. ἀποπαίδ’ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. παιδί. Περὶ τῆς συνθέσεως ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀποκληρούμενος τῆς πατρικῆς περιουσίας υἱὸς ἢ θυγάτηρ, ἀπόκληρος σύνηθ.: Τὸν ἔκαμε ἀπόπαιδο ὁ πατέρας του. Τὸν εἶχε ἀπόπαιδο ὁ πατέρας του καὶ δὲν τοῦ ἄφησε κληρονομιˬὰ σύνηθ. || Ποίημ. Γιˬατί μὲ δέρνεις, μάννα μου, γιˬατί μὲ παραπαίρνεις καὶ μὲ πετᾷς ᾽ς τὰ τρίστρατα σὰν ἔρημο ἀποπαίδι; ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 27. β) Ἄτακτον παιδίον Πόντ. (Χαλδ.) 2) Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν παιδίον Θρᾴκ. (Αἶν.) Πάρ. (Λευκ.) Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/