ἀποπαναριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπαναριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποπαναριˬὰ ἡ, Κέρκ. Παξ. ἀπουπαναριˬὰ Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποπανάρι.

Σημασιολογία

Ἡ ἄνω ὄψις τοῦ ἄρτου ἔνθ᾽ ἀν.: Κόβω μιˬὰν ἀποπαναριˬά, τήνε βρέχω λᾴδι καὶ τὴν ἔφα σὰ μόσκο Παξ. Συνών. ἀπανόψι, *ἀπανωάρις 2, ἀντίθ. ἀποκαταριˬὰ 2, ἀποπανινὴ (ἰδ. ἀποπανινὸς 3), κατόψι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/