ἀποπάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπάτι τό, (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀπουπάτ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόπατος καὶ τῆς καταλ. -ι.

Σημασιολογία

᾿Αποχωρητήριον, ἀφοδευτήριον: Μὶ πῆρ’ ἠ ἀπουφουρὰ ἀπ’ τ’ ἀπουπάτιˬα κὶ πῆγα νὰ πιθάνου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκαῖο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/