ἀποπατῶ (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπατῶ (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπατῶ (Ι) Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πόντ. (Οἰν.) Σύμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πατῶ.
Σημασιολογία
1) ’Αποσύρω τὸν πόδα, παύω νὰ πατῶ τι Πόντ. (Οἰν.) 2) Τελειώνω τὸ πάτημα (τῶν σταφυλῶν) Κρήτ. Λεῦκ.: Σ ’μέρα πεˬὰ θ’ ἀποπατ’σέμε. 3) Ἀναβιβάζω Νάξ. (’Απύρανθ.): ᾽Εποπάτησές τα ὅλα dὰ κυδώνιˬα ἀπάνω; 4) Μεταφ. ἐπιμένω Σύμ.: ᾽Εποπάτησεν νὰ τὸν πάρῃ γαμπρό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA