ἀποπαύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαύω ἀμάρτ. ᾿ποπαύω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποπαύω.
Σημασιολογία
Παύω, καταπαύω: ᾎσμ. ’Ποπάψετε τὰ φονικὰ τά ᾽χετε καωμένα, μὴν ἀρματώσω κάτεργα στερεˬᾶς καὶ τοῦ πελάου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA