ἀποπεδουλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπεδουλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπεδουλλιˬάζω ἀμάρτ. ἀποδεδουλλιˬάζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πεδουλλιˬάζω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὴν ἐπιδιόρθωσιν τῶν ὑποδημάτων: ᾿Εποbεδούλλιˬασες τὰ παπούτσα; -’Ποbεδουλλιˬασμένα τά ’χω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/