ἀποπείθω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπείθω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπείθω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. πείθω.

Σημασιολογία

Ἐναντιοῦμαι, δὲν δέχομαι τὴν γνώμην τινός, ἀντιλέγω: ᾿Εγὼ τοῦ ᾿λεα νὰ μὴν ἀρνιστῇ πῶς εἶναι ψέμα κιˬ αὐτὸς ἠπόπειθε. Μὴν ἀποπείθῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/