ἀπόπειρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόπειρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόπειρα ἡ, λόγ. κοιν. ἀπόπερα Λευκ. ᾿πόπειρου τό, Εὔβ. (Στρόπον.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπόπειρα.

Σημασιολογία

1) ’Ενέργεια δοκιμαστική, προσπάθεια λόγ. κοιν.: Θὰ τὴν κάμω τὴν ἀπόπειρα κιˬ ὁ Θεὸς βοηβός. Μὴν κάμῃς τὴν ἀπόπειρα, γιˬατὶ δὲ θὰ σοῦ βγῇ σὲ καλό. || Φρ. ἀπόπειρα φόνου ἢ ἁπλῶς ἀπόπειρα (ἀπόπειρα πρὸς φόνον, οἷον: δικάστηκε γιˬὰ ἀπόπειρα) κοιν. 2) Τόπος ἀνερευνηθεὶς πρὸς εὕρεσιν ὀρυχείου σμύριδος Νάξ. (Βόθρ.): Ὅσες φλέες δὲ βγαίνουνε σμυρίγλι τοὶς λένε ἀπόπειρες. Πάμε νὰ πιˬάσωμε μιˬὰν ἀπόπειρα. 3) Δύσκολος, στενόχωρος κατάστασις Εὔβ. (Στρόπον.): Ἅμα εἶδι τοὺ ᾽πόπειρου, ἔπισι κατὰ πάνου κὶ πέρασι (ἐπὶ ἀνθρώπου κυκλωθέντος πρὸς σύλληψιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/