ἀποπελεκίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπελεκίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπελεκίδι τό, ἀμάρτ. ἀποπελετσίδι Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποπελεκῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Τὸ διὰ τοῦ πελεκήματος ἀποσπώμενον: ᾎσμ. Λύνεται πέτραν πελεκᾷ νὰ χτίζ-ζῃ περιόλι τσαὶ τ᾽ ἀποπελετσίδιˬα της πύργον νὰ θεμελιˬώσῃ. Συνών. ἀποπελεκούδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/