ἀποπηγαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπηγαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποπηγαίνω Πελοπν. (Μάν.) ἀποπηαίνω Ἄνδρ. Θήρ. ἀποπηˬαίνω Κρήτ. ’ποπηγαίνω ’Αστυπ.

Ετυμολογία

ἀποπηγαίνω Πελοπν. (Μάν.) ἀποπηαίνω Ἄνδρ. Θήρ. ἀποπηˬαίνω Κρήτ. ’ποπηγαίνω ’Αστυπ.

Σημασιολογία

1) Μεταφέρω ποσόν τι ἐξ ὁλοκλήρου, τελειώνω τὴν μεταφορὰν Ἄνδρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.): Τ’ ἀποπῆε τὰ κλαδιˬὰ ᾿ς τὸ φοῦρνο Ἄνδρ. Τὸν ἀποπῆγε τὸ μοῦστο ’ς τὴν ἀποθήκη Μάν. 2) Παύω νὰ πηγαίνω, νὰ μεταβαίνω που Θήρ. Κρήτ.: 'Απόντας ἠπέθαν’ ἄdρας μου ἠποπῆα πλεˬὰ ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ Θήρ. ’Αποπῆγε ’ς τὸ σκολε͜ιό, τὰ κρέμασε ’ς τὴν ἀχλάδα (τὰ κρέμασε ἐνν. τὰ γράμματα) Κρήτ. 3) ᾿Αποβαίνω, καταλήγω ᾿Αστυπ.: Κ’ ἡ κόρη καταπικραμμένη δὲ λέει τίποτις ᾿ς τὸν πατέρα της γιˬὰ νὰ δῆ πῶς θὰ ᾽ποπάγῃ τὸ πρᾶμα. 4) Καταβάλλομαι, ἐξαντλοῦμαι Θήρ.: Μὲ τὰ γιˬατρικὰ ὁ καμένος ἠποπῆε πλεˬά. ᾿Ηποπῆε πεˬὰ ἡ ψυχή dου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/