ἀποπίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπίνω σύνηθ. ἀπουπίνου βόρ. ἰδιώμ. ᾿ποπίνω ἐνιαχ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποπίνω.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὴν πόσιν τινός, πίνω ἐντελῶς σύνηθ.: ’Απόπιˬανε τὸ κρασί, δὲν ἀφήσανε στάλα. Περίμενε ν’ ἀποπιˬῶ τὸν καφέ μου καὶ θά ’ρθω. 2) Τελειώνω τὴν πόσιν: Δὲ θέλω ἄλλο κρασί, ἀπόπιˬα σύνηθ. || ᾎσμ. Καὶ σὰν ἀπόπιˬανε νερό, bιρdέτι ξεκινοῦσι (ἀμέσως φεύγουν) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA