ἀπόλυμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλυμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπόλυμα τό, Ἤπ. Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν. Φεν.) - Ἀδάμ Χωριὸ 56 ἀπόλυμα Τσακων. ἀπό’μα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Κοζ. Χαλκιδ κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπέλυμα Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) ᾽πέλυμα Εὔβ. (Κύμ.) πό'μα Εὔβ. (Στρόπον.) ἀμπόλυμα Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀμόλυμα Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ᾽μόλυμα Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀπόλεκμαν Πόντ (Κερασ. κ.ἀ.) ἀμόλαγμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀμόλαμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολύω, παρ᾿ ὃ καὶ ἀπολέκω καὶ ἀμολάω. Ὁ τύπ. ἀπόλεκμαν ἐκ τοῦ ἀπολέκω, ὄ δὲ ἀμόλαγμαν καὶ ἀμόλαμαν ἐκ τοῦ ἀμολάω.
Σημασιολογία
1) Ἀπόλυσις τῆς ἐκκλησίας, ἡ μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας ἀπομάκρυνσις τῶν χριστιανῶν Πελοπν. (Λακων. Μάν.) - Ἀδάμ ἕνθ’ ἀν.: ’Σ τ᾽ ἀμπόλυμα τῆς ἐκκλησιˬᾶς Λακων. Μιˬὰ περασμένη Κυριˬακὴ ᾿ς τὸ ἀπόλυμα τῆς ἐκκλησιˬᾶς Ἀδάμ ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Διˬάηκε ὁ συχαρετσῆς | ᾽ς τ᾽ ἀμπόλυμα τῆς ἐκκλησιˬᾶς, τὸ εἴπηκε τῆς Μαυροκαλῆς | γίνηνα δύο φονικὰ Μάν. Συνών. ἀπόλυˬα 1, ἀπόλυσι 1. 2) Ἐλευθέρωσις, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ οἱασδήποτε δεσμεύσεως, οἷον μαθητῶν ἐκ τοῦ σχολείου, βοσκημάτων, ὑποζυγίων κττ. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. Κάρπ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἤρθε τ᾽ ἅι-Γιˬαννιˬοῦ, ἀπόλυμα τὰ βαρβᾶτα Ἤπ. Τ’ ἀμπέλιˬα φέτου γιˬ᾿ ἀπό’μα γί’καν Αἰτωλ. Συνών. ἀπόλυˬα 2, ἀπολυσιˬὰ 1. β) Καθόλου, ἐλευθερία πρὸς ἔξοδον, οἷον τῶν μελισσῶν ἀπὸ τοῦ στομίου τῆς κυψέλης μετὰ τὴν μεταφορὰν αὐτῶν εἰς ἄλλον τόπον, τοῦ ὕδατος τοῦ μυλῶνος πρὸς ἄλεσιν κττ. Μακεδ. (Χαλκιδ) 3) Ὁ ἀπολυόμενος νεαρὸς ἑσμὸς μελισσῶν Κάρπ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Λακων. Μάν. Φεν.): Ἔπιασε τ' ἀπόλυμα ᾽ς τὴ μουρεˬὰ Φεν. Ἔπιˬασα τ᾿ ἀπόλυμα (συνέλαβον τὸν νέον ἑσμὸν καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς νέαν κυψέλην) αὐτόθ. β) Πληθ. Μεταφ. οἱ νεόγαμοι Πελοπν. (Τρίκκ.): Εἴμαστε ἀκόμα ἀπελύματα ταὶ δὲν ἔχουμε ἀκόμα τίποτα. 4) Ἐπὶ τῶν δένδρων καὶ τῶν ἄλλων φυτῶν, ἔκφυσις βλαστοῦ, βλάστησις Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. β) Συνεκδ. ξύλον ἢ λίθος ἐξέχων τοῦ τοίχου, οἷον ἐκεῖνοι ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται ἡ καπνοδόχη τῆς οἰκίας Ἤπ. 5) Δῶρον στελλόμενον πρὸς συγγενῆ ἢ φίλον ἀλλαχοῦ διαμένοντα Τσακων.: Ὦν ἕχου εἴδησι ἂν ὁ τσεῖε ᾽αβῆτζε τ᾽ἀπόλυμά μι (δὲν ἔχω εἴδησιν ἂν ὁ θεῖος ἔλαβε τὸ δῶρόν μου). 6) Ἐπὶ μαγικῶν καταδέσμων, ἡ ἀπόλυσις, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῆς ἐπηρείας των Μακεδ. (Κοζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA