ἀπόλυσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλυσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπόλυσι ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Χαλδ.) ἀπόλ’σι Μακεδ. (Βλάστ.) ἀπό’σ’ βόρ. ἰδιώμ. ᾽πέλυσι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόλυσις.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀπόλυσις τῆς ἐκκλησίας, ἡ λῆξις τῆς λειτουργίας καὶ ἀπομάκρυνσις τῶν πιστῶν ἐκ τοῦ ναοῦ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Χαλδ.): Ἔκαμε ἀπόλυσι ὁ παππᾶς. Πῆγε ᾿ς τὴν ἐκκλησία ᾿ς τὴν ἀπόλυσι κοιν. Συνών. ἀπόλυˬα 1, ἀπόλυμα 1. 2) Ἀπόλυσις, ἄφεσις ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς ὑποχρεώσεως Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Τὴν ἄλλη ἑβδομάδα θά 'ρθῃ ὁ ’ιˬός μου ὄχι μὲ ἄδε͜ια, μὲ τὴν ἀπόλυσί dου. Συνών. ἀπολυμ;oς, ἄφεσι. 3) Ἔξοδος τῶν βοσκημάτων πρὸς βοσκὴν Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Συνών. σκάρισμα, σκάρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA