ἀπολυτάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυτάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολυτάρι τό, Κρήτ. Πελοπν. (Λακεδ. κ.ἀ.) ’πολυτάρι Πελοπν. (Ἀράχ. Βασαρ. Λακεδ. Μεγαλόπ. Οἰν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπολυτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Ράβδος ἰδίᾳ τῶν ποιμένων ὀζώδης κατὰ τὴν κορυφὴν βεβαρημένην διὰ προσηλώσεως σιδηρῶν ἥλων, λαγωβόλον Κρήτ. Συνών. ἀπολυτὴ (ἰδ. λ. ἀπολυτὸς). 2) Βολὴ τῆς ποιμενικῆς ράβδου, τοῦ λαγωβόλου Κρήτ. Συνών. ἀπολυταρεˬὰ 1, ἀπολυταρίδι 1, ἀπολυταρραβδεˬά. 3) κόφινος πλεκτὸς ἐκ βλαστῶν λύγου ἢ ἐκ καλάμου Πελοπν. (Ἀράχ. Βασαρ. Λακεδ. Μεγαλόπ. Οἰν. κ.ἀ.): Ἕνα ἀπολυτάρι ἐλα͜ιὲς - σῦκα κττ. Λακεδ. Θὰ τὰ κουβαλήσετε μὲ τὰ ᾿πολυτάριˬα σωροὺς 'ς τὸ δρόμο Οἰν. Συνών. κόφα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/