ἀπολυταριˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυταριˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολυταριˬάζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿πολυταρε͜ιοῦμαι Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολυτάρι.

Σημασιολογία

1) Τρέχω ὡς βολὴ τοῦ ἀπολυταριοῦ, ἤτοι πολύ: Ἐπάdηξέ μου κ’ ἐπολυταριˬάζουdανε κ᾽ ἐπάαινεν ὄξω, πὀθάρε͜ιε gἀνεὶς πῶς εἶναι σφαῖρα. 2) Ἐπὶ τῶν κτηνῶν, προσπαθῶ, ᾶγωνίζομαι: Ἠπολυταρε͜ιέτον ὁ βοῦς νὰ κόψῃ τὸ σκοινί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/