ἀπολυταρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυταρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολυταρίζω Κρήτ. άμπολυταρίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀμπουλυχταρίζω Πελοπν.(Μάν.) ἀπολυταρίχνω Κρήτ. (Βιάνν. Ἔμπαρ. κ.ἀ.) ἀπολυταρῶ Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) ’πολυταρίχνω Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπολυτάρι. Ὁ τύπ. ἀπολυταρίχνω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπολυτάριξα κατὰ τὸ σχῆμα ἔρριξα - ρίχνω κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,291. Κατὰ ΣΞανθουδ. ἐν ἐκδ. Ἐρωτοκρ. σ. 673 ἐκ τοῦ ἀπολυτὸς - ἀπολυταρὰ καὶ ρίχνω. Ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 502 ἀόρ. ἐπολυτάριξα.
Σημασιολογία
1) Βάλλω, ρίπτω τὸ ἀπολυτάρι κατά τινος Πελοπν. (Μάν.) 2) Ρίπτω μεθ᾿ ὁρμῆς, ἐκσφενδονίζω Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Πιˬάσε τα, μὴ d’ ἀπολυταρᾷς ἐτσὰ Σητ. Αὐτὸ ποῦ κρατεῖς ᾿ς τὰ χέριˬα σου ψακώνει, ᾽πολυτάριξέ το (ψακώνει: δηλητηριάζει) Ἔμπαρ. Πο͜ιὸς ἐπολυτάριξε τοῦ κωπελλιˬοῦ τὰ παπούτσα ’παὲ; Κρήτ. Ἡ σήμ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ᾽ ἀν. «τὰ μὰθαινες ἐξέμαθες, τὰ ξέρεις ἤχασές τα | καὶ τὰ ρηγᾶτα ᾽ς τσοὶ κοπρὲς ἐπολυτάριξές τα». Συνών. ἀπολυτάρω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA