ἀπόλυτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλυτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόλυτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπό’τους Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀμόλυτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπολυτὸς τοῦ ἀρκτικοῦ α θεωρηθέντος διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου ὡς στερητικοῦ. ᾿Ιδ. ἀστερητ. 2 α.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἀπολελυμένος, δεμένος, περιωρισμένος ἔνθ' ἀν.: Γίδα - προβάτα ἀμόλυτη Εὔβ. 2) Συνήθως ἐπὶ ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ., ὁ ἐν ᾧ ἁπαγορεύεται ἡ ἐλευθέρα βοσκή, ἀπηγορευμένος ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾿ ἀμπέλιˬα εἶν᾽ ἀκόμ᾿ ἀπό’τα Καλοσκοπ. Τ᾽ ἀμπέλι - τὸ χωράφι το’ ’χου ’κόμη ἀμόλυτα Αὐλωνάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA