ἀπολυτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολυτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπολυτὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀπο’τὁς Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀπου’τὸς Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ. Χαλκιδ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) κ.ἀ. ᾽πολυτὸς Βιθυν. ᾽που᾿τὸς Μακεδ. (Κοζ.) ἀμπολυτὸς Πελοπν. (Λακων. Μεσσ. Τριφυλ.) ᾽πελυτὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀπαλυτὸς ᾿Ικαρ. ἀπολυτὲ Τσακων. ᾿πόλυτος Κύπρ. ἀμολυτὸς Ἀθῆν. Ζάκ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Καλόξ.) Νίσυρ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μάν. Μεσσ.) Σύμ. κ.ἀ. Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 104 ἀμουλυτὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀμου’τὸς Σάμ. ’μολυτὸς Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κῶς Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπολυτός. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ.1428 (ἔκδ. JSchmitt) «ἡ χώρα ἡ λαμπρότερη ’ς τὸν κάμπον τοῦ Μορέως | ὡς χώρα γὰρ ἀπολυτὴ κείτεται εἰς τὸν κάμπον, | οὔτε πύργους οὔτε τειχεˬὰ ἔχει κἂν ὅλως ᾽ς αὔτην». Ὁ προπαροξύτονος τύπ. ’πόλυτος κατὰ διάσωσιν τοῦ μεταγν. ἀπόλυτος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἐπὶ βοσκημάτων καὶ ἄλλων ζῴων, ὁ ὰπολελυμένος, ὁ μὴ δεμένος, ὁ ἐλεύθερος νὰ περιφέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ σύνηθ.: Ὁ σκύλλος εἶναι ἀπολυτός. Τ᾿ ἄφησε ἀπολυτό τὸ γαιˬδούρι. Βόσκουν ἀπολυτὰ τὰ ζῷα μέσ᾿ ᾽ς τὸ χωράφι. Ἀπολυτοί ’ν’ οἱ χοῖροι σύνηθ. || Παροιμ. Γάιδαρος ἀμολυτός κῦρις καὶ νοικοκύρις (ὅτι ὁ ἀναιδὴς ἀφινόμενος ἐλεύθερος ἐκτρέπεται εἰς πᾶσαν ἀναισχυντίαν) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. β) Ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ ὑποβεβλημένος εἰς τὰ δεσμά, ὁ μὴ ὁπωσδήποτε ἐστερημένος τῆς ἐλευθερίας του πολλαχ.: Φυλακὴ ποῦ τὴν ἤκαμα, ὅλη μέρα μ᾽ εἶχαν ἀπολυτὸ κ’ ἐπάαινα ὅπου ’θελα! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔφεραν κἀμμιˬὰ δεκαριˬὰ χρεοφειλέτες ἄλλους ἀμολυτοὺς κιˬ ἄλλους ληταρισμένους Μποὲμ ἔνθ᾽ ἀν. γ) Ὁ μὴ μετ᾽ ἄλλου συνεχόμενος, χωρισμένος Χίος: Σῦκα ἀπολυτὰ (τὰ καθ’ ἓν εὐθετούμενα, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὶς παστελλαριˬές). 2) Ὁ εἰς μῆκος ἐκτεινόμενος, ἁπλωμένος πολλαχ: Δέσε τὴν κατσίκα μὲ τὸ σκοινὶ ἀμολυτὸ Μάν. Νὰ εἶναι ἡ τριχεˬὰ ἀμολυτὴ αὐτόθ. 3) Ὁ μὴ πυκνὸς τὴν σύστασιν, ὁ ὑδαρὴς Κῶς Μακεδ (Βλάστ.) Ρόδ.: Τὸ ζυμάρι εἶναι ’μολυτό, ρῖξε ἀλεύρι νὰ σφίξῃ Ρόδ. ᾿Απου’τὀ εἶνι τοὺ γλυκὸ Βλάστ. Συνών. ἄδετος 4, ἀναδωπὸς 2, ἀναλυτὸς 4, νερουλλός. 4) Ὁ ὑφαινόμενος κατὰ τρόπον ὥστε δι' ἑκάστης θύρας τοῦ κτενίου νὰ διέρχεται ἓν μόνον νῆμα στήμονος, ἐπὶ παννίου Ἰκαρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακεδ.): Παννὶ ἀπολυτὸ μὲ μιὰ σαΐττα Λακεδ. Ὑφαίνω ἀπολυτὸ τὸ παννὶ Βούρβουρ. Τ’ ἀπολυτὸ, τὸ μονόκλωνο παννὶ Μέγαρ. 5) Ἐπὶ τοῦ καιροῦ, θερμός πως, εὐκραὴς Στερελλ. (Αἷτωλ.): Ἦταν νιˬὰ μέρα προυχτὲ κουκκαλουτή, τ’ν ἄ’ τ᾿ν ἡμέρα ἦταν ἀπου’τή. Τ'ς ἀπου’τὲς μέρις μπουρεῖ κὶ κά’ κὶ δ᾿λε͜ιὰ κἀνένας. 6) Ἄνετος, ἐλεύθερος Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.): τι bαλdούμι αὐτὸ δὲν ἀφίνει τὸ κορμὶ ἀμολυτὸ Καλάβρυτ. 7) Ὁ καθ᾽ ὃν δὲν νηστεύει τις, ἐπὶ ὡρισμένων ἑβδομάδων, καθ’ ἃς τὴν Τετάρτην. καὶ Παρασκευὴν δὲν τηρεῖται νηστεία, ἀλλὰ γίνεται κατάλυσις, οἷον ἡ ἑβδομὰς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τῆς Τυροφάγου κλπ. πολλαχ.: Τὴν ἀπολυτὴ ’βδομάδα δὲ νηστεύουνε Πελοπν. (Κορινθ.) Ἡ πρώτη ᾽βδομάδα τῆς Ἀποκρεˬᾶς εἶναι ἀμολυτὴ Μάν. 8) ᾿Επὶ ἐρίων, κόμης κττ., ὁ μὴ συνεστραμμένος, ὁ μὴ οὖλος, εὐθὺς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὰ μαλλάκιˬα τ’ εἶνι ἀπου’τὰ Αἰτωλ. Ἀντίθ. κατσαρός, σγουρός. 9) Ὁ ἀπεσταλμένος που Τσακων. Β) Οὐσ. 1) Εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ἀπόλυσις Πελοπν. (Λακων.): Ὁ παππᾶς ἔκαμε ἀπολυτὸ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόλυσι 1. 2) Ἔξοδος ἐκ τῆς κυψέλης νεαροῦ ἔσμοῦ μελισσῶν Κάρπ.: Ἔχει ἀπολυτὸν ἡ χρονιˬὰ (εἶναι εὐετηρία πρὸς ἀπόλυσιν μελισσίων). 3) Θηλ., κληματὶς τῆς ἀμπέλου εἴτε ὅλως ἀκλάδευτος καταλειπομένη εἴτε κλαδευομένη εἰς μῆκος, ὥστε νὰ φέρῃ περισσοτέρους ὀφθαλμοὺς χάριν μεγαλυτέρας καρποφορίας Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ.) κ.ἀ. Πβ. ΠΓεννάδ. 77 καὶ 98. 4) Θηλ., ἐλευθερία πρὸς βόσκησιν ἐν τοῖς ἀγροῖς κλπ. Σάμ. Συνών. ἀπολυσιˬὰ 2, ἀπολυσιˬῶνας 1. 5) Θηλ., ἡ ριπτομένη κατά τινος ράβδος Κρήτ. Συνών. ἀπολυτάρι 1 6) Θηλ., κτύπημα καταφερόμενον διὰ τῆς χειρὸς ἀπὸ ἀποστάσεώς τινος Ἀθῆν.: Ἐκεῖ ποῦ στεκότανε τοῦ ’ρθε μιˬὰ ἀμολυτὴ ᾽ς τὰ μοῦτρα. Πιˬάστηκαν κιˬ ἄρχισαν κἄτι ἀμολυτές! 7) Θηλ., πηγὴ ὕδατος Συμ 8) Οὐδ., εἶδος ὑφάσματος τοῦ ἀπλουστέρου τρόπου ὑφάνσεως, καθ' ὃν δι’ ἑκάστης θύρας τοῦ κτενίου διέρχεται ἓν μόνον νῆμα στήμονος Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Κάρπ. Κύθηρ. Κύθν. Μακεδ (Κοζ.) Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) Χίος κ.ἀ.: Μιˬὰν ’υχεˬὰν ἀπολυτὸ θὰ βάλω νὰ φάνω δυˬὸ σώβρακα ποῦ ’ναι δυνατὰ καὶ βαστοῦσι Ἀπύρανθ. Ἀλλότες μὲ τ᾿ ἀπολυτὸ κάνασι bουκάμισα τῶν ἀdρῶς καὶ φουστάνιˬα καἱ ᾿ιλέκιˬα δικά dωνε αὐτόθ. Ἔφκε͜ιασα ἀπου’τὸ σκ’τὶ γιˬὰ κάλτσις Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ἐγγράφφ Χίου τοῦ 1693 «ἕτερα φουστάνια ... τὸ ἕνα ἀπολυτό». Συνών. ἀπολυτοσκούτι, μονόκλωνο (ἰδ. μονόκλωνος), μονόθυρο (ἰδ. μονόθυρος), μονὸ (ἰδ. μονός), ἀντίθ. δίμιτο (ἱδ. δίμιτος). 9) Οὐδ. πληθ., ἐπὶ νομισμάτων, τὰ κέρματα Κρήτ. (Μονοφάτσ.): Δὲν ἔχω ἀπολυτὰ. Συνών. λε͜ιανὰ (ἰδ. λ. λε͜ιανός), λε͜ιανώματα (ἰδ. λ. λε͜ιάνωμα), ψιλὰ (ἰδ. λ. ψιλός)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA