ἀπολύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολύω λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Κάρπ. Πόντ (Ὄφ.) ἀπολύου Τσακων. ἀπολύγω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ.) ἀπολυˬῶ πολλαχ ἀπουλυˬῶ Λέσβ. Μακεδ. (Καστορ.) ᾿πολυˬῶ Κάρπ. Κύπρ. Τῆλ. ᾿πελυˬῶ Θρᾴκ.(Γέν. Σκοπ.) ἀπολῶ Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Σουδεν.) Πόντ. (Νικόπ. Σάντ.) Ρόδ. Σίφν. ᾽πολῶ Καππ. (Φάρασ.) Κύπρ. ἀπουλῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Κυδων. Σάμ. ἀπολάω Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μεσσ. Τριφυλ Οἰν. Φεν.) Στερελλ. (Ἀγρίν.) κ.ἀ. ἀπολάου Πελοπν. (Κόκκ. Παπούλ. Χατζ.) ἀπουλάου Ἤπ. (Ἀρτ. Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) κ.ἀ. ᾿πολάω Μέγαρ. ᾽πολάου Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾿πουλάου Εὔβ. (Στρόπον.) ’πελάω Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Εὔβ (Κάρυστ.) ’πελάου Εὔβ. (Κύμ. Πλατανιστ.) ἀπελῶ Κέρκ. ἀπιλῶ Μακεδ. ’πελῶ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Κέρκ. (’Αργυρᾶδ.) Κύπρ. ἀποῦ Τσακων. ἀπουλνῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.) Θεσσ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Καστορ. Κολινδρ. Σέρρ. Σιάτ. Σισάν. Σοχ. Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἀπουλνάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ. Γκιουβ. Σίτοβ.) κ.ἀ. ᾿πελνῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀμπολάω Πελοπν. (Σπάρτ.) ἀbολάω Πελοπν.(Μάν. Οἰν.) ἀμπολάου Πελοπν. (Κόκκ. Παπούλ. Χατζ.) ἀbολῶ Πελοπν. (Λεβέτσ.) 'μπελῶ ᾿Απουλ. ἐμπελῶ ᾿Απουλ. ἀμολῶ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ.) ἀμουλῶ Σάμ. ἀμουλοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀμολάω πολλαχ. ἀμολάου Πελοπν. (Λεντεκ. Μεσσ. Χατζ.) ἀμουλάου Σάμ. ’μολῶ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ζάκ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) Σίφν. ’μολάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀπολύνω Κάρπ. ’πολύνω Ἰων. (Σμύρν.) ἀπολένω Ἤπ. ἀπολέκω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) ἀπελέκω Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀφολέκω Πόντ. ᾿Αόρ. ἀπόλυσα κοιν. ἀπό’σα βόρ. ἰδιώμ. ἀπόλυκα Ἄθ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κάρπ. Κύζ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Γκιουβ. Δεσπότ Καλόχ. Καστορ. Καταφύγ. Λούζιαν.) Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. Λεντεκ. Μαζαίικ. Μάν. Οἰν. Σουδεν. κ.ἀ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Τσακων. -ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 79 ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,136 ἀπό’κα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βογατσ. Σισάν. Δεσπότ. Χάσ.) ᾿πέκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀμπόλυκα Πελοπν. (Μάν.) ἀπολύκα Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) ἐπόλυκα Κάρπ. ἐπέλεκα Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ’μόλυκα Σύμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπολύω. Οἱ κατὰ τὰ συνῃρημένα τύπ. εἰς -ῶ (καὶ -οῦ) καὶ οἱ εἰς -άω (καὶ -άου) ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπέλυσα (ἀπόλυσα) κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἐτίμησα-τιμῶ καὶ τιμάω. Τὸ ἀπολῶ καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀποῦ κατὰ περαιτέρω συναίρεσιν διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ. Τὸ ε εἰς τοὺς ἔχοντας τὴν συλλαβὴν -πε- ἀντὶ -πο- τὺπ. ἐκ τῶν ηὐξημένων χρόνων ἀπέλυα - ἀπέλυσα, καθὰ πετυχαίνω, πεθυμῶ κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,30. Οἱ ἔχοντες τὸν φθόγγον μ ἀντὶ τοῦ π τύπ. προῆλθον κατ' ἑπίδρασιν τοῦ συνων. ἀμολλάρω. Οἱ ἔχοντες τὸ ν πρὸ τῆς καταλήξεως τύποι ἀπολνῶ κλπ. ἐσχηματίσθησαν καθὰ τὸ καλνῶ ἀντὶ καλῶ κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,292 κἑξ. Τὸ ἀπολέκω ἐκ τοῦ άορ. ἀπόλυκα -ἀπόλεκα, καθὰ ἀποθέκω ἐκ τοῦ ἀπέθηκα κττ., περὶ ὧν ἷδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν. 1,279 καὶ ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6(1923) 7. Ὁ τύπ. ἀπολύνω κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἁπλοῦ λύνω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Ἀφίνω τινὰ ἐλεύθερον τέως δεμένον ἢ ὁπωσδήποτε περιωρισμένον, ἰδίᾳ ἐπὶ βοσκημάτων ἢ ἄλλων ζῴων κοιν.: Ἀπόλυσε τὰ γίδιˬα - τὰ πρόβατα ᾿ς τὸ σπαρτὸ καὶ τό ’φαγαν. Ἀπόλυσε τοὶς κόττες κττ. Μὴν ἀπολύσῃς τὸ σκυλλί, γιˬατὶ θὰ μὲ δαγκώσῃ κοιν. Ἀμόλυσε τά μανάριˬα Εὔβ. Πάμε ν᾿ ἀπολύκουμε τὰ πράματα ᾿ς τοὶς καλαμεˬὲς Πελοπν. (Σουδεν.) Ἀμόλυκα τὸ μουλάρι νὰ βοσκήσῃ Πελοπν. (Κορινθ.) Ἄ πάω ν’ ἀμολύκω τὰ βόδιˬα Νίσυρ. Ἀπουλνῶ τοὺ μιλί’ (ἀποφράττω τὰς ἐξόδους τῆς κυψέλης πρὸς ἔξοδον τοῦ σμήνους καὶ νομὴν) Μακεδ. (Χαλκιδ) ’Πόλυσ’ τὸ κτηνὸν ταὶ ταύρα νὰ τὸ ποτίσῃς Κύπρ. Ἀμουλύθην τὸ ἄλουουν Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἀπουλύθ’κι τοὺ ἄλουγου Σάμ. Τοὺ σ’λλὶ ἀπουλύθ’κι κὶ θὰ μᾶς φάῃ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀποσπεροῦ ἀπόλυκα τὴ ᾿γελάδα ’ς τοῦ Βηροῦ τὸ λαγκάδι ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Πεδίκλωσαν κιˬ ἀπόλυκαν τἀ δεκατρία μουλάριˬα τους νὰ βοσκήσουν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἀφίνω τι ἐλεύθερον ὥστε νὰ εἰσέρχωνται εἰς αὐτὸ ζῷα πρὸς βοσκήν, ἐπὶ ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ. πολλαχ.: Ὕστερα ’πὸ τὸ θέρος τὰ ’μολᾶνε τὰ χωράφιˬα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) Ἀπουλυˬέτι αὐτὸ τοὺ χουράφ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πάμι νὰ παχτώσουμ’ ἕνα χουράφ’ ποῦ ᾽ναι ἀπου’μένο Στερελλ. (Ἀράχ.) Τώρα εἶνι ἀπου’μένα τὰ χουράφιˬα αὐτόθ. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπου κρατουμένου ὁπωσδήποτε ὑπὸ τῆς ἐξουσίας, οἷον ἐν τῷ στρατῷ, ἐν τῇ φυλακῇ ἢ ἄλλως, ἀφίνω ἐλεύθερον κοιν.: Τὸν κράτησαν κἄμποση ὥρα ’ς τὴν ἀστυνομία κ’ ὕστερα τὸν ἀπόλυοαν. Ἀπολύθηκε ὁ δεῖνα ἀπὸ τὸ στρατὸ κοιν. Ὥς τὴ μεγαλοβδομάδα ἀπολυˬόμεστα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ κλέφτις ἀπό’καν τοὺς σκλάβους, ἅμα πῆραν τὰ σκλαβιˬάτ’κα Μακεδ. (Σισάν.) ᾽Πόλυσ᾿ τοὺς χαψωμένους (τοὺς φυλακισμένους) Κύπρ. || Φρ. Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα (λέγει τις, ὅταν τελειωθῇ σπουδαῖον ἔργον του ἢ ἐκπληρωθῇ μεγάλη ἐλπίς του. Ἡ φρ. ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης Λουκ.2,29) πολλαχ || ᾎσμ. Τοὺ γιˬό μου ν᾽ ἀπολύκιτι τοὺ μικρουχαιˬδιμένου Μακεδ. (Καλόχ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Χ 50 «ἀλλ᾿ εἰ μὲν ζώουσι . . . χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ᾿ ἀπολυσόμεθα». 3) Χειραφετῶ, δὲν ἐπιτηρῶ Ζάκ. Θρᾴκ.: Ἀπολυˬέται τὸ παιδὶ (ἀρχίζει νὰ περιπατῇ μόνο του) Ζάκ. Τώρᾳ δὲν εἶμι ἀπου'με’’ νὰ κάμου ὅ,τ’ θέλου, παdρεύκα Θρᾴκ. 4) Ἐγκαταλείπω, ἀφίνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.): Ἀπόλυσε τὸ δίσκο κάτω κ’ ἕσπασαν τὰ ποτήριˬα. Ἀπόλυσε τὸ χορὸ κ᾿ ἔφυγε πολλαχ. ᾿Πέ᾿κε τό ’να μέρος τοῦ ξύλου ποῦ βαστοῦσε Σαρεκκλ. Ἀνάλατο dὸ ’μόλυκε dὸ παιδὶν ἠ μαμ-μοῦ Σύμ. Ἀμόλα τονε νὰ φύγῃ Κρήτ. Τ᾿ ἄλλα τὰ ψωμία ἐπέλεκ’νεν ἀτα τὸ δοῦλον ἀτ’ νὰ δι’ ἀτα τοὶ φτωχοὺς (τ’ ἄφινεν εἰς τὸν δοῦλον του νὰ τὰ δώσῃ εἰς τοὺς πτωχοὺς) Κοτύωρ. Ἀπό’σα τ᾽ γούρνα μὶ τοὺ νιρὸ Στερελλ. (Αἰτωλ) Τοὺ νιρὸ τοὺ βαστάει ἕνα στοιχε͜ιό . . . τοῦ ρίχνουν ἕναν ἄνθρουπου . . . καὶ ἔτσι τοὺ ἀπολένει τοὺ νιρὸ (ἐκ παραδ.) Ἤπ. Ἀμπολύκαμε μία λινοβροχεˬὰ (νερό, ὅσον χωρεῖ τὸ λινοβροχεῖο ) Πελοπν. (Μάν) Δὲν εἶν᾿ ἁμαρτία ν᾿ ἀπελῇς τὸ νερὸ ἔτσι ἄδικα; (ἀπελῇς=χύνῃς) Κέρκ. Ἐπέλεκες τὸ μαντρὶ ἀνοιχτὸ Κοτύωρ. Κρὰ τὸ κοινί, μ᾿ πολέκεσαι (κράτει τὸ σχοινί, μὴν ἀφίνεοαι, μ’ πολέκεσαι ἀντὶ μὴ ἀπολέκεσαι) αὐτόθ. Ἀπόλεκο με ἂς γράφω (ἄφησέ με νὰ γράψω) Κρώμν. ’Κ’ πελέκω σε νὰ πᾶς (δὲν σὲ ἀφίνω νὰ πάς) Κοτύωρ. || Φρ. Ἀπολάω τὸ μύλο (ἀφίνω ἐλευθέραν τὴν ροὴν τοῦ ὕδατος πρὸς λειτουργίαν τοῦ μύλου) Πελοπν (Κορινθ.) || ᾎσμ. Βρίσκει τὴν κόρην Ἀρετὴ καὶ ’ς τὸν χορὸν ἐβάστα. - Γιˬὰ ’πόλυκε, κυρ’ Ἀρετὴ κ’ ἡ μάννα σου σὲ θέλει Τῆλ. 5) Δὲν κρατῶ, καταργῶ, ἐπὶ νηστείας Κύθν. κ.ἀ.: Πρῶτα ξέραμε Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τώρᾳ ἀμολύσαμε Κύθν. 6) Ἐπὶ ἐκκλησίας καὶ σχολείου, διαλύω τὸ ἐκκλησίασμα ἢ τοὺς μαθητὰς εἰς τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ἢ τοῦ μαθήματος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἀπόλυσεν ὁ παππᾶς - ἡ ἐκκλησία καὶ ἁπλῶς ἀπόλυσε. Ἀπόλυσε ὁ δάσκαλος τὰ παιδιˬὰ - Ἀπόλυσε τὸ σχολεῖο σύνηθ. Ἀμπόλυκε ἡ ἐκκλησιˬὰ - τὸ σκολε͜ιὸ Πελοπν. (Κόκκ. Παπούλ. Χατζ.) Ἀπολῦτζε ὁ ἅγιˬε (ἡ ἐκκλησία) Τσακων. Τὰ πιδιˬὰ ἀπουλνε͜ιοῦντι ἀπ᾿ τοὺ σκουλε͜ιὸ σὰν τὰ σκυλλιˬὰ ἀπ᾽ τοὺν ἅ’σου Μακεδ. || ᾎσμ. ’Πολύνοντας ἡ ἐκκλησὰ ποῦ σ’ εἶδα μέσ᾽ ’ς τὴ στράτα, τότε, πουλλί μ’, μοῦ φάνηκες σὰν οὐρανὸς μὲ τ’ ἄστρα Ἰων (Σμύρν.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἑλλην. 6, 5, 21ἐπεὶ δ’ ἐν τῇ Λακωνικῇ ἐγένετο, τοὺς μὲν Σπαρτιάτας ἀπέλυσεν οἴκαδε, τοὺς δὲ περιοίκους ἀφῆκεν ἐπὶ τὰς ἑαυτῶν πόλεις». Συνών. σκολάζω. β) Παύω, σχολάζω Πελοπν (Ἀρκαδ. Μάν.): Ἀπόλυσε τὸ εἰρηνοδικεῖο Ἀρκαδ. Ἀμπόλυκα (ἐσχόλασα) Μάν. 7) Ἐπιτρέπω Πόντ. (Κοτύωρ κ.ἀ.) Ὁ μαῦρον ᾿ξάι ’κ’ ἐπέλεκ’νεν ἀτον ἀλεπὸν νὰ τρώῃ (ὁ δυστυχὴς καθόλου δὲν τὸν ἄφινεν ἡ ἀλεποῦ νὰ φάγῃ). 8) Ἀπολύω τι ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ, ἐκβάλλω, ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ὁ δεῖνα ἀπολάει πορδὲς καὶ δὲν ντρέπεται Λακων. Τ᾽ ἀμολᾷ τὰ λόγιˬα του σὰ τ᾽ ὄρνιθας τ᾿ ἀβγὰ (ἐπὶ τοῦ ἀπερισκέπτως ὁμιλοῦντος) Βιθυν. Ἐπέλεκα τ᾿ ἀφκάτ’ -ι-μ᾿ (ἄφησα τὸ ἀποχώρημά μου, τὴν ἀκαθαρσίαν μου) Κερασ. || Φρ. μεταφ Ἀπολάω μουλάριˬα-πουλάριˬα-ρουκέττες (ἐπὶ ἐμοῦντος ὑπὸ μέθης ἢ ναυτίας) πολλαχ. 9) Εἰδικῶς ἐπὶ τοῦ πέρδεσθαι, ἀπολύω πορδήν, ἀφίνω νὰ μοῦ ἐκφύγῃ πορδή, παραλειπομένης συνήθως τῆς λ. πορδὴ ἢ πόρδος κατ᾿ εὐφημισμ. πολλαχ.: Τὸν ἀμόλυσε κἄπο͜ιος καὶ μᾶς βρόμησε πολλαχ. Τσ’ ἀπουλνῶ Μακεδ. (Βλάστ.) Γούλο τοὶς ᾿πελνᾷ Σαρεκκλ. Θέ’ς κὶ κλάνς ἣ σ᾽ ἀπουλυˬοῦνται κὶ φέγ’ν; Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τ’ς ἀπουλύθ’κι αὐτόθ. || Παροιμ. ᾿Νειρεύισι κὶ κλάν'ς ἣ θέ'ς κὶ τσ᾿ ἀπουλνᾷς; (ἐπὶ ἀνθρώπου λέγοντος ἀπρεπῆ καὶ ἄκοσμα) Μακεδ. 10) Γεννῶ Κύπρ.: Οἱ ὄρνιθές μου ἀκόμη ᾿ὲν ἐπολύσασιν. 11) ’Επὶ δένδρων καὶ φυτῶν, ἀπολύω βλαστοὺς ἢ καὶ φύλλα ἢ ἄνθη, βλαστάνω, λεγομένου ἢ παραλειπομένου τοῦ ἀντικ. βλαστοὺς, κλωνάριˬα, φύλλα κττ. Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ὄλυμπ. Χάσ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κρήτ. (Κατσιδ. Σητ. κ.ἀ.) Κύπρ (Λεμεσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Γρεβεν. Καταφύγ. Λουζιαν. Σιάτ. Φλορ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀγρίν. Αἰτωλ.) Τῆλ.: Τὸ κλῆμα ’πόλυτε βλαστοὺς Μέγαρ. Τὸ φιντάνι ἀπολάει τὸ φύλλο Ἀγριν. Ἀπολάει μιˬὰ κολοκυθεˬὰ κ’ ἔσωσε τὸν οὐρανὸ (καὶ ἔφθασε εἰς τὸν οὐρανό). Οἰν. ’Από’κι τοὺ δέντρου Καταφύγ. Ἀπόλυκιν οὑ βασι’κὸς Σιάτ. Ἐπόλυκεν ἡ καρυδεˬὰ Τῆλ. Ἀπό᾽κι τοὺ κλῆμα βλαστάριˬα Αἶν. Θ’ ἀπολύσουνε οἱ ξεραδιˬασμένοι κλῶνοι, ἅμα τσοὶ κόψῃς Κατσιδ. Ἤφαε ἡ--αἶγα τὴν ἀμυγδαλεˬὰ καὶ δὲ γατέω ἄνε θ’ ἀπολύσῃ Σητ. Ἀπολυεῖ ἡ μηλεˬὰ Κύπρ. Ἀρκινοῦν ν’ ἀπολοῦσιν τ’ αμπελια αὐτόθ. ’Πέ’καν τὰ λουλούδιˬα Σαρεκκλ || ᾌσμ. Κὶ τοὺ ραβδί ’του σύχλουρου κιˬ ἀπόλυκι κλουνάριˬα, κλουνάριˬα χρυσουκλώναρα κιˬ οὑλάργυρα ’ν’ τὰ φύλλα Λουζιαν. Μωρὴ κοντούλλα λεμονεˬὰ μὲ τὰ πολλά σ᾿ λεμόνιˬα, ποτ᾽ αὔξησες καὶ πλάτυνες κιˬ ἀπόλυσες κλωνάριˬα; Φλόρ. 12) Ἀπολύω, ἀφίνω νέον ἑσμόν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κάρπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) κ.ἀ: Τὸ ἕνα μελίσσι ἀπόλυσε τρεῖς βολὲς Φεν. Ἀπόλυκε τὸ μελίσσι Καλαβρυτ. Ἀπό᾿σαν τὰ μελίσσιˬα Ζαγορ. Συνών. ἀποχύνω, ρίχνω. 13) Ἔχω τὴν ἀρχήν, προέρχομαι Κύπρ. – ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. Ποιημ. 82: Ποίημ. Εἰς τοῦ Ἀδρέα τοῦ Σταυρῆ τὸν καφενὲν ἐπῆαν . . . κιˬ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπόλυσεν ὅ,τι κακὸν ἐγίνην ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν. 14) Διαλύω τι δεδεμένον Πελοπν. (Παπούλ): Φρ. Ἀμπόλα βρόχιˬα! (ἐπιφώνησις πρὸς τὰ ἁλωνίζοντα ζῷα, διὰ νὰ ἀραιώσουν. βρόχιˬα = θηλειὰ σχοινίου τοῦ ἁλωνίου, οὗ λυομένου ἐλευθερώνονται τὰ ζῷα καὶ ἁπλώνουν). 15) Ἀφίνω τι νὰ λάβῃ μῆκος ἢ ἔκτασιν, ἁπλώνω πολλαχ. : Ἀμολῶ τὸ ζωνάρι - τὸ σκοινὶ - τὸ σύρμα κττ. πολλαχ. Οὑ κάβ’ρας ἀπό’σι τ᾿ς δαγκάνις του, σὰν κουτᾷς πιˬάσ’ τουν Αἰτωλ. ’Πέλ'κα τὸ gουβᾶ ’ς τὸ πηγάδ’ (βραχυλ. ἀντί: τὸ σκοινὶ τοῦ κουβᾶ) Σαρεκκλ. || Φρ. ᾿Από᾽κι τ’ γλῶσσά τ᾽ μιˬὰ οὐργυιˬὰ (ἐπὶ αὐθάδους καὶ θρασέος) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μ’ ἀπόλυκες τὸ στόμα σου (συνεκδ. ἀντί : τὴ γλῶσσα σου. Ἐπὶ φλυαροῦντος) Ἤπ. Ἀπουλνάει τοὺ ζ’νάρ’ τ’ γιˬὰ μάλουμα - γιˬὰ καβγᾶ (ἐπὶ τοῦ προκαλοῦντος ἄλλον πρὸς διαπληκτισμοὺς) Ἤπ. κ.ἀ. Ἀπολάω τὸ κλῆμα (ἀφίνω εἰς τὸ κλῆμα περισσοτέρους ὀφθαλμοὺς κατὰ τὴν κλάδευσιν) Κορινθ. Μὴν τὴν ἀπολᾷς τὴ σταφίδα, γιˬατὶ θ’ ἀδυνατίσῃ αὐτόθ. || ᾌσμ. Τ᾽ ἔχει τὸ ζωνάρι σου κ᾽εἶν᾽ ἀπολυμένο | καὶ διπλογυρισμένο; Ἤπ. Σαράντα ὀργυιˬὲς ἡ μπόλιˬα μου κ᾿ ἑξήντα τὰ μαλλιˬά μου, ᾽πόλα με κάτου, μάστορη, νὰ βρῶ τὴν ἀρρεβῶνα Εὔβ. Ν-αὐτοῦ ͵ψηλὰ ποῦ κάθισι, ψηλὰ 'ς τὰ παραθύριˬα, ἀπόλνα τὰ ξανθὰ μαλλιˬὰ τ’ ἀργυρουχτινισμένα νὰ φκειάσου σκάλα ν’ ἀνιβῶ, νὰ ᾿ρθῶ ’ς τὴν ἀγκαλεˬά σου Μακεδ. (Σίτοβ.) β) Κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. δίχτυ, ἁλιεύω Μακεδ. (Καστορ.): Θ’ ἀπουλύκου νὰ πιˬάσου κἄνα ψάρι. 16) Κάμνω τι ὑδαρέστερον Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ.: Ἀπουλνῶ τοὺ γλυκὸ - ν ἁρμιˬὰ κττ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ὑδαρὴς ἢ ὑδαρέστερος Κύθν. Μακεδ. (Βλάστ) Πελοπν. (Αἴγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν.: Ἀπό᾽σι σὰν κιρὶ τώρᾳ π᾿ ζιστάθ’κι Αἰτωλ. Θέ' ζέσταμα τοὺ φαεῖ γιˬὰ ν᾽ ἀπουλύσ’ ποῦ ᾿νι παουμένου αὐτόθ. Ἀμολᾷ τὸ μέλι Κύθν. Δὲν ἀπολάει τὸ σαπούνι, εἶναι ἀσβέστης μοναχὸς Αἴγ. || Φρ. ᾿Απόλυσε τὸ κορμί μου ἀπὸ τὴ ζέστη (ζεστάθηκα πολὺ) Λεξ. Αἷν. β) Γίνομαι θερμότερος, μεταβαλλομένης τῆς ἀτμοσφαιρικῆς θερμοκρασίας Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Από᾽σ᾿ ἡ μέρα - ἡ γῆς. γ) Ἀπολύω, παράγω φλόγα, ἐπὶ πυρᾶς Κύπρ.: Τὰ ξύλα μου τὰ φυσῶ ταὶ δὲν ᾿πολυˬοῦν. Φύσα, φύσα, μὲ πόνηοεν ἤ τεφαλή μου, δὲν ἐπόλυσε. Ὁ πεῦκος ᾿πολυˬεῖ, ἡ ἐλαˬιὰ δὲν ’πολυˬεῖ. 17) Πέμπω, ἀποστέλλω τινὰ πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἀπόλυσα ἕναν ἀποπίσω του Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τόνε ᾽πέλυσα νὰ μαζέψῃ ἐλα͜ιὲς Εὔβ. (Πλατανιστ.) Δὲ μᾶς ᾽πελάει γράμμα αὐτόθ. Οὔτε γράμμα ἀπολύτζερε οὔτε παραντζελία Τσακων. 18) Ρίπτω Εὔβ. (Στρόπον.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) : Παίρνει μιὰν πέτρα ᾿ς τὴν χέραν του μεγάλην καὶ τὴν ἐπόλυκε ὀμπροστά των Χίος Θὰ σοῦ δώκω μιˬὰ καὶ θὰ σ᾿ ἀπελύσω ἐκεῖ κάτου Ἀργυρᾶδ. Τοῦ ᾽δωκε μιˬὰ καὶ τ᾿ ἀπέλυσε αὐτόθ. ’Πόλυσα μιˬὰ πλάκα κὶ τοὺν πῆρι μέσα ’ς τὰ δίπλατα Στρόπον. || ᾌσμ. Βάστα τὴν πέτρα δυνατὰ νὰ μὴ τὴν ἀμπολύσῃς Λακων. Ἄν ἔχῃ ἀσήμι, δῶσ’ μας το, | λογάρι, χάρισέ μας το, κιˬ ἂν ἔχῃ καὶ πεντόφραγκο, | ’ς τὴν τάβλα πέλυσέ μας το Ἀργυρᾶδ. 19) Ἐπὶ πυροβόλου ὅπλου, κάμνω νὰ ἐκπυρσοκροτήσῃ Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Μάν.) – ΓἈθάν. Πράσιν. καπέλλ. 98 : Ἀμουλοῦν τιφέκιν (πυροβολοῦν) Λιβύσσ. Ἀμουλύθην τοὺ τιφέκιν (ἐξεπυρσοκρότησε) αὐτόθ. ΙΙ ᾎσμ. ’Μόλυκε τὸν καλὸ σαλμᾶ | κ᾿ ἔκαμε τρία φονικὰ (σαλμᾶς: εἶδος τουφεκίου) Μάν. || Φρ. Ἀπόλυσαν τὸ σκουσμὸ (ἤρχισαν νὰ κλαίουν) ΓἈθάν. ἔνθ’ ἀν. Πβ. Μπουνιαλ. Διήγ. Κρητ. πολέμ. σ. 197,20 (ἔκδ. ΑΞηρουχ.) «κ’ οἱ Τοῦρκοι τόσα ἄγρια τουφέκια ν’ ἀπολοῦσι, | κ᾿ ἐκλαίγαν ὅσοι μείνασι, τὸ τί ᾽χαν νὰ γενοῦσι». 20) Λύω τὸν δεσμόν, τὸν κόμβον, λύω ἐντελῶς Εὔβ. Κύπρ. κ.ἀ.: Ἀπόλυσα τὸ σκοινὶ Εὔβ. Τρόμαξα ν᾽ ἀπολύσου τὸν κόμπο αὐτόθ. ’Πολυˬεῖς τον τοῦτον τὸν κόμπον τοῦ στοιν-νιˬοῦ; Κύπρ. || ᾎσμ. Θωρῶ σε τ’ ἡ καρδούλλα μου ’παπ-πέσ-σω καταλυˬέται, ἀμ-μὰ κρατεῖ μ’ ὁ σεβασμός, ὁ κόμπος πὄν ᾽πολυˬέται Κύπρ. Β) Μεσ. 1) Ἐλευθερώνομαι Ἤπ.: ᾎσμ. Κ᾽ ἐκράτει καὶ ’ς τὸ χέρι του ἕνα μικρὸ γεράκι, τὄφυγε, τ᾿ ἀπολύθηκε, σὲ περιβόλι μπῆκε. 2) Μένω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. κ. ἀ.): Ἐπελέσταμε ὀπίσ' (ἐμείναμεν ὀπίσω, καθυστερῆσαμεν). 3) Σπεύδω, τρέχω Θρᾴκ. (Γέν. Σκοπ.) Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Βαλτέτσ. Μάν) Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἀπουλύθ’κι τοὺν κατήφουρου, κἀνένας δὲ μπουροῦσι νὰ τοὺν κρατήσ᾿ Σισάν. Ἀμπολύσου νὰ πᾶς νὰ φέρῃς τὰ βόιδα Μάν. Ἀπολυˬόνται σὰν σαΐττες ἀπάνω του Βαλτέτσ. Πελυˬοῦνται γούλοι καταπόδ’ ’ς τὸν παπποῦ καὶ τὸν ρωτοῦνα Γέν. ’Πελυˬέται καταπόδ' ᾿ς τὴ γυναῖκα τ᾿ Σκοπ. Ἀπουλύθ’κα κὶ πῆγα ’ς τοῦ χουριˬό μ᾿ Αἰτωλ. Πβ. ἀμολλάρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA