ἀπομαζεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαζεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαζεύω πολλαχ. ᾿πομαζεύω Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαζεύω.
Σημασιολογία
Μαζεύω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ μάζεμα πολλαχ.: Ὅσο νὰ ’πομαζέψωμε τοὶς ἐλα͜ιές, μᾶς πῆρε ἡ νύχτα πολλαχ. || Φρ. ᾿Πομαζεύω τοὺς γρόθους μου (σφίγγω τοὺς γρόνθους μου) Χίος || ᾎσμ. Τοὺς γρόθους του ᾿πομάζεψε τσ᾿ ἤσπαν’ τοἰς ἁλυσίδες Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA