ἀπομαθαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαθαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομαθαίνω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπομαθάνω Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπομανθάνω.

Σημασιολογία

1) Λησμονῶ ὅ,τι ἔμαθον Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔμαθεν ἀτο καὶ ᾿κ᾿ ἐπορεῖ ν᾿ ἀπομαθάν’  (ὰντί: ἀπομαθάνῃ ἀ) Κερασ. ᾿Επέμαθεν τὸ τραβῴδ’ Τραπ. Ἐπέμαθεν τὸ κλέψιμον (ἔπαυσε νὰ κλέπτῃ) αὐτόθ. Μὲ τ' ἅλας ἔμορφα ἐπέμαθεν τὴν καϊβὲ (ἔπαυσε νὰ πίνῃ καφὲ) Κοτύωρ || Παροιμ. Ὁ κύλλον ντ’ ἔμαθεν ἄλλο ᾿κ᾽ πομαθάν’ (δυσκόλως ἀποβάλλονται αἱ κακαὶ ἕξεις. τὸ ᾿κ᾿ πομοθάν’ ἐκ τοῦ ᾿κι᾿ ἀπ . . . ) Χαλδ. κ.ἀ. 2) Μανθὰνω ἐντελῶς κοιν.: Ὅσο νὰ ἀπομάθω τὸ μάθημά μου, μὲ πῆραν τὰ μεσάνυχτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/