ἀπομαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαίνω Κάρπ. Κρήτ ἀποbαίνω Δ.Κρήτ. ’ποιˬμαίνω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ μεταγν. μαίνω . Διὰ τὸν τύπ. ἀποbαίνω πβ. ἀμάδα - ἀμπάδα, ἀμασκάλη - ἀμπασκάλη κττ. Πβ. καὶ ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 129 κἐξ.
Σημασιολογία
1) Παύω τὸν θυμόν μου, καταπραΰνομαι Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.): Ἐμάνισε κιˬ ὅ,τι κιˬ ἀνὲ dοῦ λέω δὲ ᾿bοιˬμαίνει Κατσιδ. ᾿Επόιμανε ᾽κεῖνος ἐδὰ ᾿μιˬὰ ᾿ολεˬὰ Κρήτ. 2) Ἐπὶ ἄλγους, οἰδήματος ἢ ἄλλου ἐρεθίσματος, καταστέλλομαι, πραΰνομαι Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) : Ἅμα βάλῃς ᾿ς τὸ πρήξιμο καταπλάσματα, θὰ ᾿ποιˬμάνῃ Κατσιδ. Δὲν ἀποbαίνει ὁ πόνος του Δ. Κρήτ. 3) Ἐπὶ πυρᾶς, παύω νὰ ἀκμάζω, ἀρχίζω νὰ σβήνω Κάρπ. Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) : Ἐπόμανεν ἡ φωτιˬὰ καὶ δὲν ἐψήθη καλὰ τὸ φαγεῖ Κάρπ. Εἶναι μιˬὰ ᾽ουλεˬὰ ὥρα ποῦ ἀπόbανεν ἡ φωθιˬὰ Κρήτ. Ἀνήμενε νὰ ᾿ποιμάνῃ ἡ φωτιˬὰ κ᾿ ὕστερα σιμώνεις Κατσιδ. β) Μετβ. κάμνω νὰ ἐλαττωθῇ ἡ πυρὰ Δ.Κρήτ.: Ἀπόbανε τὴ φωθιˬὰ (δηλ. καλύπτων τοὺς ἄνθρακας διὰ τέφρας ἢ ἄλλως). 4) Ἀρχίζω νὰ ψύχωμαι Κρήτ.: Ἄφησε τὸ φαητὸ ν’ ἀποbάνῃ. ᾿Απόbανενε ὁ φοῦρνος. Συνών. ἀπολοχάζω 1, ἀπολοχαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA