ἀπομακκιναρίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομακκιναρίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπομακκιναρίδι τό, Πελοπν. (Τριφυλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ ρ. μακκινάρω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδι.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ., τὰ ἀπορρίμματα τῆς ξηρᾶς σταφίδος διὰ τῆς εἰδικῆς μηχανῆς μάκκινας ἀποχωριζόμενα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/