ἀπομακρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομακρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπομακρεˬὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Σούρμ.) ᾿πομακρdζὰ Ἀστυπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. μακρεˬά.
Σημασιολογία
Μακρόθεν, ἐκ μεγάλης ἀποστάσεως, πόρρωθεν κοιν. καὶ Πόντ. (Σούρμ.): Ἐκοίταξα ἀπομακρεˬά, μὰ τίποτε δὲν εἶδα. Ἔρχεται ἀπομακρεˬὰ κοιν. Τσ’ ὑστερνὰ στέτσετο ’πομακρdζὰ ’πὸ τὸ τραπέζι Ἀστυπ. Ὁ κουμπάρος ἀτ’ ἀπομακρεˬὰ εἶδεν ἀτονα καὶ ἔφυγε πάλ’ Σούρμ. || ᾎσμ. Ἀπομακρεˬὰ τὸνε θωρεῖ κιˬ ἀποκοντὰ τοῦ λέει πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόμακρα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA