ἀπομακρένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομακρένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομακρένω πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μακρένω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 133 κἐξ.
Σημασιολογία
1) Μετβ. καὶ ἀμτβ. μηκύνω, ἐπιμηκύνω πολὺ πολλαχ.: Σοῦ εἶπα νὰ τὸ μακρύνῃς λίγο τὸ φουστάνι καὶ σὺ τὸ ἀπομάκρυνες Ἀθῆν. Ἀπομακρένω τὸ φουστάνι Κρήτ.(Χαν.) Συνών. παραμακρένω. 2) Ἐντείνω Κρήτ. (Κατσιδ.): Μὴν ἀπομακρένῃς τὸ λαιμό σου, γιˬατὶ δὲ θωρεῖς (δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἰδῇς. Πρὸς τὸν προσπαθοῦντα νὰ ἴδῃ ἀφ’ ὑψηλοτέρου). Συνών. τεντώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA