ἀπομαντζιρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαντζιρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαντζιρίζω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαντζιρίζω.
Σημασιολογία
1) Πλύνω, καθαρίζω τὰ μαγειρικὰ σκεύη μετ᾿ ἐξαιρετικῆς ἐπιμελείας τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἀρχομένης νηστείας διὰ νὰ ἀπαλλαχθοῦν οὕτω παντὸς ἴχνους λιπώδους οὐσίας ἔνθ' ἀν.: Ἀπομαντζιρίζω τὰ κεύ Ὄφ. Τραπ. Συνών. ἀποκρεατίζω 2. 2) Μέσ., ἀπέχομαι πασχαλινῶν φαγητῶν (ἰδίᾳ ἕνεκα πενίας) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἀγοῦ ’τὰ ἡμέρας ἐπεμαντζιρίγα Ὄφ. Τίπ ἐπεμαντζιρίγαμε Τραπ. Συνών. ἀπομαντζιρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA