ἀπομάνωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομάνωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομάνωμαν τό, Πόντ. (Τραπ.).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομανώνω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ καθαρίσῃ τίς τι ἀπὸ τὴν αἰθάλην.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA