ἀπομαργώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαργώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαργώνω Κάρπ. Πόντ. (Ἴμερ.) - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαργώνω.
Σημασιολογία
1) Ναρκοῦμαι ὑπὸ τοῦ ψύχους Κάρπ. - Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Μὴ ξωριχτῇ τὸ χέριν σου τὸ κοντυλοσυρμένο νὰ κρυˬάνῃ, ν᾽ ἀπομαργωθῆ καὶ ᾿αχτυλοπονέσῃ Κάρπ. Συνών. ξεπαγιˬάζω, παγώνω, μαργώνω. 2) Μεταφ. ἀφαιροῦμαι τὸν νοῦν, χάσκω Πόντ. (Ἴμερ.): Ἐπεμάργωσεν καὶ τερεῖ. || Φρ. Ἅμον ἀπομαργωμένον μουσκάρ’ (σὰν ἀπ. μοσχάρι. 'Επὶ τοῦ χάσκοντος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA