ἀπομάσ-σω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομάσ-σω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομάσ-σω Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπομάσσω.
Σημασιολογία
Σπογγίζω, ἀποκαθαίρω διὰ σπόγγου: ᾎσμ. Ἀποσταλάσ-σ’ ἡ μούρη της σὰν Χιˬώτικο μαστίχι, μάσ-σεται κιˬ ἀπομάσ-σεται καὶ ροοκοκ-κινίτζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA