ἀπομενίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομενίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομενίσκω ἀμάρτ. ᾽πομενίσκω Κύπρ. ’πομεινίσκω Κύπρ. (Γερμασ.) ἀπομ᾿νίσκω Ἤπ. Θρᾴκ. (Τσόρλ.) - Λεξ. Αἶν. ἀπουμ’νίσκου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καστορ.) ᾿πομ'νίσκω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α.Ρουμελ (Σωζόπ.) Μακεδ. (Γκιουβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) ᾽πομ’νίκω Καππ. (Σίλ. Φλογ.) ᾽πεμ᾽νίκω Θρᾴκ. (Βιζ. Σαρεκκλ.) ἀπομίσκω Θρᾴκ. ἀπουμίσκου Θρᾴκ. (Αἶν) ᾽πομίσκω Χηλ. ’πομίκω Καππ. (Φερτ.) ’πουμίκου Καππ. (Μαλακ.) ’πουμίξου Καππ. (Μαλακ.) ’πουμίγου Καππ. (Μαλακ.) 'πουμίγου Καππ. (Μαλακ.) ’πλεμενίκω Καππ. (Γούρτον.) Ἀόρ. ἀπόμ’νηκα Καππ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μενίσκω, παρ’ ὃ καὶ μεινίσκω, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,300 καὶ Γ’Αναγνωστόπ. Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 81 κἑξ. Τύπ. ἀπομεινίσκω καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1,2 (ἔκδ. RDawkins) Ὁ τύπ. ’πουμίξου ἔχει τὸ ξ ἐξ ἀντιμεταθέσεως τοῦ σκ καθὼς καὶ φσογγᾶτο<σφογγᾶτο. Ὁ ἀόρ. ἀπόμ’νηκα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀπομείνηκα (διὰ τῶν τύπ. τοῦ πληθ. ἀριθμ., ἐν οἷς ἡ συλλαβὴ μει εἶναι ἄτονος) σχηματισθέντος κατὰ τὸν παθ. ἀόρ. διὰ τὴν ἀμτβ. σημ. Ὡς ἀόρ. τοῦ ρ. εὔχρηστος πολλαχοῦ ὁ τοῦ ἀπομένω.

Σημασιολογία

1) Ὑπολείπομαι, καταλείπομαι ἔνθ’ ἀν.: Μὴ τοὺ καθαρίῃς τοὺ μῆλον, ἅμα βγά’ς ᾿μ πέτσα, τί ἀπουμ’νι'σ’; Ζαγόρ. Δὲ ᾿πεμ’νίσκει φαγεῖ ᾿ς τὸ πιάττο Σαρεκκλ. ᾽Πέμ’καμ’ τρεῖς ᾿πὲ τοὶ δέκα αὐτόθ. Φεύγουν τοὺ χειμῶνα οὐόλοι ᾿ς τὴ Σαλουνίκη κιˬ ἀπουμ’νίσκου μόναχους Καστορ. || ᾌσμ. Δώνου dὴν καλαμεˬὰ φωτιˬὰ κ᾽ ἡ ρίζα dης ’πομ’νίσκει Σωζόπ. Ἀθάνατον τὸν ἔκαμεν, μὰ τώρα πεθανίσκει, ψυχὴ πάει 'ς τοὺς οὐρανούς, τὸ σῶμα ’πομεινίσκει Κύπρ. Χάθη καὶ μία πεθερά μὲ δεκαοχτὼ νυφάδες καὶ μία νύφη ἀπόμ’νηκε ἀπὸ τὴν συντροφιˬά της Καππ. 2) Μένω ὀπίσω, δὲν προχωρῶ, καθυστερῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. : Αὐτὴ ἡ γίδα οὕλο κιˬ ἀπουμ’νίσ’. 3) Μένω εἴς τινα κατάστασιν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Χηλ. κ.ἀ.: Ἔτσ’ ᾿πόμ’κα ξερὸς Σαρεκκλ. || ᾎσμ. Τὰ χίλιˬα παίρν’ ἡ μάννα μου, τὰ χίλιˬα ἡ ἀδερφή μου, κ’ ἐγὼ ἡ καηˬμένη Μαυριˬανὴ μὲ τὴ ντροπὴ ’πομίσκω Χηλ. 4) Μένω, παραμένω που, οἷον πρὸς διανυκτέρευσιν Θρᾴκ. (Αἶν. Βιζ. Σαρεκκλ.) κ.ἀ.: ’Πόψα θὰ ᾿πομεί᾿ς σὲ μᾶς. - Ἄ, ὄ’ δὲ ᾿πομ’νίσκω Σαρεκκλ. Νὰ ἀπουμείνουμι ᾿ς αὐτὸ τὸ χουριˬὸ ἓνα βράδ’. - Ἀπουμ᾿νίσκουμι͵ εἷπι τοὺ πιδὶ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. || Παροιμ. Λόγιˬα ἄσκημα, γρόσιˬα κάλπικα ’ς τὸν νοικοκύρι ἀπουμίσκουν (ὅτι αἱ ὕβρεις δὲν βλάπτουν τὸν ὑβριζόμενον, ἀλλὰ χαρακτηρίζουν τὸν ὑβρίζοντα) Θρᾴκ. Ἡ κακε͜ιὰ πληγὴ γιˬανίσκει, μὰ ὁ κακὸς λόγος ’πεμ’νίσκει (ὅτι ἡ γενομένη ἐξύβρισις οὐδέποτε ἐξαλείφεται) Βιζ. ’Κεῖνος ποῦ δουλεύει νηστικὸς δὲ ᾽bομ᾿ν;iσκει (ὅτι ὁ φιλόπονος οὐδέποτε στερεῖται τῶν ἀναγκαίων) Σαρεκκλ. 5) Περιμένω, ἀναμένω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.): ᾿Εν μοῦ ᾿πομεινίσκει νὰ πάω τ’ ἐγὼ μαζίν του Γερμασ. Γιˬατί νὰ φεύgῃς κάθε πωρνὸν ταὶ νὰ μὲν ᾿πομεινίσκῃς νὰ μπουκ-κώνωμεν τ’ ὕστερα νὰ βκαι'ν-νῃς ὄξω; Κύπρ. || ᾎσμ. Ὁ παίδιˬος ποῦ τὴν ἀαπᾷ ’παπ-πέξω ᾽πομεινίσκει Κύπρ. Πβ. ἀπομεινέσκω, ἀπομένω

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/