ἀπομένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομένω σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. ('Αμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουμένου βόρ. ἰδιώμ. ᾽πομένω πολλαχ. καὶ Πόντ. ’πουμένου Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἀόρ. ἀπόμηκα Ἤπ. Χίος ἀπέμ’κα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀπόμ’κα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Καστορ.) Τῆν. ἐπόμηκα Πόντ. (Τραπ.) ἐπόμεκα Πόντ. (Τραπ.) Μετοχ. ἐνεργ. αἰτιατ. ἀπομείνοdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μετοχ. παθ. ἀπομεινάμενος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀπομεινεμένος Πελοπν. (Λακων.) ἀπομεινεμένος Πελοπν. (Μάν.) ’πομειμένος Εὔβ. (Κάρυστ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ’πουμειμένους Εὕβ. (Στρόπον.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπομένω. Εἰς τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν ἐπέδρασεν ἐνιαχοῦ καὶ τὸ ἀρχ. ὑπομένω. Πβ. ΓἈναγνωστόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 36 (1924) 80.
Σημασιολογία
1) Ὑπολείπομαι, καταλείπομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Τριάντα τυρόπιττες ἔκαμα καὶ δὲν ἀπόμεινε κἀμμιˬά. Ἀπὸ τὰ ἐννεˬὰ παιδιˬὰ μοῦ ἀπόμειναν τὰ πέντε. Τίποτε δὲν ἀπόμεινε ἀπὸ τὴν περιουσία του. Ἔλε͜ιωσε ἀπὸ τὴν ἀρρώστιˬα, δὲν ἀπόμεινε ό μισὸς ἢ ἀπόμεινε πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἔφυγε τὸ καράβι κιˬ ἀπόμεινα ἐδῶ. Πῆγε ὅλο τὸ ὕφασμα, δὲν ἀπόμεινε ρούπι σύνηθ. Τὰ ἀπομεινεμένα σῦκα τὰ λένε ἀπόσυκα Πελοπν. (Μάν.) Ἤτανε ’πομεινάμενο Εὔβ. (Κάρυστ.) Τὴν ἀπομειναμένη πῆρες; Πελοπν. (Λακων.) Τὸ ἀπομεινάμενο μοῦ ᾽δωκε; αὐτόθ. Τιδὲν ’κ’ ἐπέμενεν Κερασ. Ὀλίγον φαεῖν κιˬ ἄλλο ἐπέμ’νεν Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ. Κἀνεὶς ᾿κ᾿ ἐπέμ’νε 'ς σ’ ὁσπίτ’ Κοτύωρ. Χαλδ. Ἐσῆβεν ὅλος ὁ δράκων ἀπέσ' καὶ τ' οὐράδ’ μόνον ἐπόμεκεν ὀωκὰ Τραπ. Τὸ φαεῖ ἑμιὸ ἐπόμεινε Ὄφ. || Φρ. Νὰ ᾿πομείνῃ τ’ ὄνομά μου (νὰ ὑπολειφθῇ περὶ ἐμοῦ καλὴ φήμη) Κίμωλ. ᾿Εν ἠμπόρει νὰ ’πομείνῃ ὁ λόγος του πίσω (δὲν ἐδέχετο νὰ μείνῃ ᾶνεκτέλεστος ἡ ἐντολή του) Σίφν. Ποδάρι ἢ κόκκαλο νὰ μὴν ἀπομείνῃ ἀπὸ σένα ! (ἀρὰ) Μακεδ. (Θεσσαλον.) || Φρ. Δὲν ἐπόμεινε μύτι (οὐδεὶς ἀπέμεινε) Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἔλλάδ. 1926 σ. 201. ’Επόμ’νε σὰ δαυλὸς μονάχος (ὑπελείφθη μόνος ἀποθανόντων τῶν οἰκείων του) Τῆν. (Κώμ.) Τρίχα ἐπέμεινεν (τριχὸς διάστημα ὑπελείφθη, παρὰ τρίχα) Κερασ. Ποδάρι δὲν ἀπόμεινε (οὐδὲν ὑπελείφθη. ’Επὶ παντελοῦς καταστροφῆς) ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,390. Ρουθούνι δὲν ἀπόμεινε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κορινθ.) Ποῦ νὰ μὴν ᾿πομείνῃς! (νὰ χαθῇς, νὰ μὴν ὑπάρχῃς! Ἀρὰ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Καὶ ’ς τὸν ἀπομείνοdά σου! (εὐχὴ κατὰ τὸν γάμον ἑνὸς τῶν τέκνων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Ὁ Θεὸς κορώνας νὰ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA