ἀπομερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομερίζω Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Κορινθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπόμερα.

Σημασιολογία

’Απομερεˬάζω, ὃ ἰδ.: ᾿Απομέρισε νὰ περάσω Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/