ἀπόμερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόμερος ἐπίθ. κοιν. ἀπόμιρους βόρ. ἰδιώμ. ἀπόιμιρους Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μέρος.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ συχναζόμενος, ἀπόκεντρος κοιν.: ᾽Απόμερος κῆπος - τόπος κττ. ’Απόμερη γωνιˬὰ - πλαγιˬὰ κττ. ᾽Απόμερο ἀμπέλι - ἐκκλησάκι - χωράφι κττ. Πήγανε σὲ μιˬὰ ἀπόμερη ἐξοχὴ καὶ περάσανε ὅλη τὴν ἡμέρα ἐκεῖ κοιν. || ᾎσμ. Ὁ τόπος εἶν᾿ ἀπόμερος κιˬ ἀλλάργα ἀπὸ τὴ στράτα Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Συνών. ἀνάμερος, ἀπόδιˬαβος, ἀπόκεντρος, παράμερος. 2) Οὐδ. οὐσ., τόπος ἀπόκεντρος σύνηθ.: Εἶναι ἀπόμερο ἐδῶ καὶ δὲ μᾶς βλέπει κἀνείς. Πάμε 'ς ἀπόμερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA