ἀπομεσημεριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεσημεριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομεσημεριˬάζω Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπομεσήμερα.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἐργατῶν, λαμβάνω τὸ δεύτερον γεῦμα, τὸ περὶ τὴν δείλην. Συνών. ἀπογεματίζω (ΙΙ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA