ἀπομιαριˬˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομιαριˬˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομιαριˬˬάζομαι Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μιαριˬάζομαι.

Σημασιολογία

Προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ μιαροῦ, ὑπὸ τοῦ διαβόλου, οἰονεὶ ἐξίσταμαι τῶν φρενῶν, φέρομαι κακῶς, ἀπρεπῶς: Τὸ λωλοbαδιˬεράκι κ᾿ εὐτὸ ἐπομιαριˬάστηκε bάλι ἐουτὲς τσοὶ μέρες (τὸ τρελλούτσικο αὐτὸ ἀποτρελλάθηκε αὐτὲς τοὶς ἡμέρες). ᾿Απομιαριˬασμένο πάλι ’ναι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/