ἀπομιλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομιλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομιλίζω Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
'Αγνώστου ἐτύμου. ’Ιδ. ἀπομιλίδα.
Σημασιολογία
Συστρέφω καὶ οὕτω ράπτω τὰ ἄκρα τοῦ ὑφάσματος, ἵνα προφυλαχθῇ ἀπὸ τῆς διαλύσεως, κοινῶς στριφώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA