ἀπομισαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομισαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπομισαριˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ᾽πομιιˬαρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀπομισάρις.

Σημασιολογία

Συνεταιρισμὸς ἰδίᾳ ἐπὶ διατροφῆς καὶ ἐπιτηρήσεως βοσκημάτων: Παροιμ. Ἄν ἦταν καλὴ ἠ ᾿πομιιˬαρκά, ἐκάμναν ταὶ τὲς γεναῖτες (ἐπὶ ἀποδοκιμασίας τοῦ συνεταιρισμοῦ). Ὁ βοῦς ἐψόφησεν, ἡ ’πομιιˬαρκὰ ἐξηλώθηκεν (ἐκλιπόντος τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, ἐκλείπει καὶ ἡ φιλία μας). Συνών. τημισε͜ιό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/