ἀπομματάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομματάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπομματάδα ἡ, ἀμάρτ. ἀπουμματάδα Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. μάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
’Αποστροφή, ἀπασχόλησις τοῦ βλέμματος εἰς ἄλλο τι: ’Σ τοῦ δρόμου ξιμουναχεύγαν, παίρναν τ᾽ν ἀπουμματάδα τ᾽ ἀφιdικοῡ dουν, χαδιβγόdαν τσὶ φ’λει͜όdαν (παίρνου τ᾽ν ἀπουμματάδα = ἐπωφελοῦμαι ἐκ τῆς ἀπασχολήσεως τοῦ βλέμματος εἰς ἄλλο τι). Συνών. ἀπομματίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA