ἀπομονώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομονώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομονώνω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπομονῶ.
Σημασιολογία
1) Μεταβάλλω πολλαπλοῦν τι εἰς ἁπλοῦν, οἷον κλωστὴν κττ. Πόντ. (Τραπ.): Ἀπομονώνω τὸ κοινὶν - τὸ πουμπάκ’ (βαμβακερὴν κλωστήν). 2) Κάμνω τινὰ ὥστε νὰ μείνῃ μόνος, ἀποκλείω τὴν μετ’ ἄλλων ἐπικοινωνίαν λόγ. κοιν.: Τοὺς πιˬάνουν καὶ τοὺς ἀπομονώνουν. Ἀπομονώθη ’ς τὴ φυλακὴ - ᾿ς τὸ λεπροκομεῖο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA