ἀπομόριˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομόριˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπομόριˬα ἡ, Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μόρα, παρ’ ὅ καὶ μόριˬα.

Σημασιολογία

Ἡ καθ’ ὕπνον διαταραχὴ τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ἐκδηλουμένη διὰ τρομακτικῶν ὀνείρων. Συνών. βραχνᾶς, εφιάλτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/