ἀπομορφώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομορφώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομορφώνομαι ἀμάρτ. ᾿πουμουρφώνουμι Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀπομορφοῦμαι.
Σημασιολογία
Μεταβάλλομαι κατὰ τὸ πρόσωπον. Συνών. παραμορφώνομαι (ἰδ. παραμορφώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA