ἀπομουγγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομουγγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομουγγίζω ἀμάρτ. Μέσ. ἀπομουγγίζομαι Ἰκαρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μουγγίζω.

Σημασιολογία

Μέσ. ἐπὶ βοός, μυκῶμαι: Αἴνιγμ. Ἕνας βοῦς ἀπεμουγγίστη | και᾽ ᾿ς τοὺς οὐρανοὺς ἀκούστη κ᾽ οἱ ἀγγέλοι του τ’ ἀκούσαν | κ’ οἱ καταραμένοι σκοῦσαν (κώδων ἐκκλησίας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/