ἀπομουδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομουδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομουδιˬάζω σύνηθ. ἀπομωδῶ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μουδιˬάζω , παρ’ ὃ καὶ μωδῶ.
Σημασιολογία
1) Μουδιάζω ἐντελῶς σύνηθ.: Ἤμουνα μουδιˬασμένος, τώρᾳ ἀπομούδιˬασα. 2) ᾿Αποβάλλω τὴν αἰμωδίαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Συνών. ξεμουδιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA