ἀπομουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομουρίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μούρη.

Σημασιολογία

Προσβάλλω κατὰ πρόσωπον ἰσχυρῶς: Μὴ dὸ ἀπομουρίζῃς τὸ κακορρίζικο, γιˬατὶ παραπονᾶται. ᾿Επομούρισέ dηνε τὴν ἄζουδη κ᾿ ἐμίσσεψε. Συνών. καταμουρίζω, κουτσομουρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/